Βρισκόμαστε με το Γιώργο στο Μοναστηράκι με σκοπό να μιλήσουμε για όλα εκείνα που τον έκαναν να στραφεί στην ποίηση, να μου πει τι ακριβώς γράφει και γιατί. Τελειώνοντας την κουβέντα μας ένιωσα πως είχαν βγει πολλά πράγματα από μέσα μου και από μέσα του. Χθες το απόγευμα ο Γιώργος Αλεξάνδρου Συμνιανάκης τροφοδότησε τον προβληματισμό μου.
Πώς αποφάσισες να ξεκινήσεις να γράφεις; Υπήρξε κάποιο γεγονός που σε έκανε να θες να μοιραστείς συναισθήματα;
Έχω δύο αδερφές, η μεσαία έγραφε. Έγραφε στίχους από πολύ μικρή ηλικία. Την έβλεπα και ήθελα να γράψω κι εγώ. Νόμιζα ότι δε μπορούσα. Σκάρωσα πρόχειρα κάποια στιχάκια πριν το λύκειο. Στο λύκειο ξεκίνησα να γράφω hip hop και rap. Αυτό που με έκανε να γράψω, το κατάλαβα στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, όταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο. Ήταν μία βαθειά μου ανάγκη, δεν το έκανα για να δείξω ότι κάτι έκανα και να πω πείτε μου τη γνώμη σας. Σίγουρα βέβαια ζητάς τη γνώμη του άλλου στην αρχή, αλλά ήταν βαθειά ανάγκη. Όταν έρχεται η έμπνευση είναι σαν να σου μιλάει κάτι μέσα σου και σου λέει γράψε με γιατί πρέπει να ανασάνω, να βγω από μέσα σου, να μιλήσω, να βγω στο χαρτί. Πέρα από βαθειά ανάγκη, άλλες φορές είναι και ευαισθησία. Ή μπορεί να δω κάτι στο δρόμο και να σκεφτώ κάτι. Για παράδειγμα, πρόσφατα είχα πάει στη βράβευση ενός ποιήματος και κάποιος έλεγε ένα ποίημα για τη γη και με ενέπνευσε γιατί μου ήρθε μία εικόνα. Ένας άνθρωπος γονατιστός στη γη, ματωμένος και έτσι μου βγήκε ο τίτλος "Η γη που με ματώνει". Κάποιες φορές είναι σαν να ζωγραφίζεται ένας πίνακας και σου λέει να τον περιγράψεις με λέξεις.
Είδαμε ότι το πρώτο σου βιβλίο είχε τίτλο "Ηθική Αυτουργία". Γιατί"Ηθική Αυτουργία"; Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι γινόμαστε συχνά ηθικοί αυτουργοί σε διάφορες καταστάσεις;
Οι περισσότεροι άνθρωποι, μαζί κι εγώ μέσα, φοβόμαστε την ευθύνη από την άποψη ότι θα βρούμε διάφορα μέσα να κάνουμε πλαγίως αυτό που θέλουμε και δε θα το κάνουμε ευθέως. Γιατί κυρίως ελλοχεύει ο φόβος να εκθέσουμε τον εαυτό μας. Για παράδειγμα δύο άντρες που θέλουν την ίδια κοπέλα ο ένας θα κατηγορήσει τον άλλον σε εκείνη, αντί να πάει καθένας και να της πει πως νιώθει. Ή αντίστοιχα δύο άνθρωποι που δουλεύουν μαζί και που και οι δύο θέλουν προαγωγή, κατηγορούν ο ένας τον άλλον στο διευθυντή. Γιατί βέβαια αν πάει ένας από τους δύο και πει στο διευθυντή πως θέλει τη θέση θα χάσει τη δουλειά του. Οπότε καταλήγουμε στο ότι η κοινωνία από μόνη της μας ωθεί να γίνουμε ύπουλοι και να δρούμε ως ηθικοί αυτουργοί και όχι ως φυσικοί. Αν και εγώ στον τίτλο μου περισσότερο θα εστιάσω στο ότι εγώ απλά εξέφρασα τα ποιήματά μου σαν αγνά συναισθήματα και σαν συναισθήματα που δεν τα έχω περιεργαστεί καθόλου, θεωρώντας ότι αυτά θα παρακινήσουν κάποιους άλλους και θα είναι τα ποιήματα ηθικοί αυτουργοί από μόνοι τους, να τους κάνουν να αισθανθούν καλύτερα ή να βρουν τον εαυτό τους μέσα σ'αυτά.
Το καινούργιο σου βιβλίο "Ο Τοξότης"; Θες να μου πεις λίγο γι'αυτό;
Τον "Τοξότη" τον είχα γράψει στην αρχή πριν από τρία χρόνια σαν τραγούδι. Ήταν τέσσερις στροφές. Το είχε μελοποιήσει ένας φίλος μου και το είχε τραγουδήσει ένας άλλος φίλος μου. Για κάποιο λόγο το είχαμε αφήσει στην άκρη, δεν προχώρησε, μέχρι που μετά από τρία χρόνια το ξαναδιάβασα και ήταν σαν να μου μίλησε. Με κράτησε και μου λέει έχω να σου πω κάτι. Στην αρχή έγινε δέκα στροφές, δηλαδή σαράντα στίχοι. Επί ένα πεντάμηνο ήμουν σε μία εκστατική φάση, στη δουλειά, στο τρένο, στο σπίτι, έξω, είχα το νου μου εκεί. Ήταν σαν να μου έλεγε "γράψε". Ο "Τοξότης" έχει να κάνει με έναν κοινό άνθρωπο, που δεν είναι κάποιος συγκεκριμένα. Θεωρώ ότι όλοι έχουμε έναν τοξότη μέσα μας, από την άποψη ότι έχουμε βέλη, τα οποία τα έχουμε για κάποιο λόγο. Εμείς επιλέγουμε να τα εκτοξεύουμε εξ αποστάσεως σε αυτά που μας πονάνε για να μην έχουμε επαφή με αυτό που μας πονάει και με το φόβο. Έτσι λοιπόν ο "Τοξότης" είναι ένας άνθρωπος που ξεκινάει να αντιμετωπίσει την κακή του πλευρά, έχει εντοπίσει ότι κάτι δεν του αρέσει στον εαυτό του, παίρνει απόφαση να ξεκινήσει να πολεμήσει ό,τι δεν του αρέσει στον εαυτό του και καθώς παλεύει, πολεμάει, ανεβαίνει ανηφόρες, περνάει σεισμούς, ματώνει, πληγώνεται. Εκεί που κοντεύει να κουραστεί ψυχικά συναντάει τη συνείδησή του χωρίς να ξέρει ποια είναι αυτή. Απλώς τη συναντάει και αισθάνεται μία ευωδιά ξαφνικά, μια καθαρότητα, ένα φως. Συναντάει τη συνείδηση σε μία καλύβα και εκείνη του δίνει ένα χρησμό και του λέει να μη σταματήσει να προσπαθεί, αυτός την παίρνει και πορεύονται χέρι χέρι. Αυτό είναι το πρώτο μέρος. Και το δεύτερο είναι οι ζωντανοί νεκροί που πρέπει να σπάσουν τους τάφους και να σηκωθούν. Αυτό είναι ο "Τοξότης".
Πώς νιώθεις κάθε φορά που γράφεις; Πώς την αισθάνεσαι σαν διαδικασία;
Κάθε φορά που γράφω αισθάνομαι ένα άδειασμα κατ'αρχάς γιατί φεύγει ένα βάρος από μέσα μου. Μου βγαίνει μία ικανοποίηση, ότι δημιούργησα, ότι κάτι άφησα, κάτι γέννησα. Από εκεί και πέρα το κοιτάζω πολλές φορές αυτό που γράφω, δε μου αρέσει να το αφήνω έτσι όπως το γράφω. Το τσεκάρω πολλές φορές, μπορεί να περάσουν τρεις μήνες, ένας χρόνος, θα το ξαναδώ. Έτσι έγινε και "Ο Τοξότης" άλλωστε. Η συγγραφή είναι μία λύτρωση. Καμμιά φορά είναι ψυχοθεραπεία, είναι η εσωτερική σου φωνή.
Γιώργο, πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα για έναν νέο άνθρωπο που ξεκινά τώρα, σε αυτή την εποχή την πορεία του;
Πρώτα απ'όλα έχει να αντιμετωπίσει τις υποδομές της κοινωνίας, του κόσμου και της Πολιτείας. Η Ελλάδα είναι κολλημένη σε μία παλιά εποχή με αίγλη, με παλιούς δημιουργούς και καλλιτέχνες, οι οποίοι εννοείται είναι τεράστιοι και είναι η πηγή έμπνευσης για τους νεότερους, και για μένα. Αλλά νομίζω ότι είναι πολύ περισσότερο προσκολλημένη εκεί. Παραπάνω από ότι πρέπει. Δε δίνει χώρο σε νέους καλλιτέχνες ή δημιουργούς να αναδειχθούν, να μιλήσουν για την τέχνη τους. Γιατί η τέχνη δεν είναι δημιουργώ, το εκθέτω, παίρνω καλά σχόλια και μένω εκεί. Είναι στάση ζωής, πολιτική άποψη και στάση. Αλλά για κάποιο λόγο έχουμε μείνει πίσω σε αυτό το κομμάτι. Οι δυσκολίες είναι πολλές. Κυρίως από αυτούς που κινούν τα νήματα στους καλλιτεχνικούς χώρους. Έχω την αίσθηση ότι επικρατεί μία κλίκα. Όσον αφορά στο τραγούδι, η ποίηση έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Ο κόσμος δεν διαβάζει ποίηση. Νομίζει ότι δεν έχει να πάρει τίποτα.
Τα τελευταία χρόνια λέμε ότι ο κόσμος δε διαβάζει πλέον. Εσύ που το βλέπεις πιο άμεσα λόγω της δουλειάς σου, τι λες; Διαβάζει ο κόσμος;
Ο κόσμος δε διαβάζει ποίηση. Διαβάζει μυθιστόρημα, εύκολο μυθιστόρημα, στο τρένο, στην παραλία, στο λεωφορείο, στο σπίτι. Τα ίδια μυθιστορήματα γίνονται και σειρές στην τηλεόραση. Αυτά διαβάζει ο κόσμος. Ο κόσμος δε διαβάζει ποίηση και γενικότερα βιβλία, γιατί εκτός των άλλων είναι και πολύ μεγάλος ο αριθμός συγγραφέων που έχουν εμφανιστεί. Όσον αφορά στην ποίηση, είναι από άλλη εποχή. Συν τοις άλλοις, έχει δυσκολέψει στα νοήματά της, στις τεχνικές της. Έχει καταργηθεί πλέον από τους ποιητές η ομοιοκαταληξία, τα κλασσικά μέτρα που χρησιμοποιούσε για παράδειγμα ο Σολωμός, ο Παλαμάς. Είναι ελεύθερος ο στίχος, είναι υπερρεαλιστικός από την άποψη ότι έχει παράλογες εικόνες και πολύ βαθιά νοήματα. Έτσι, ο κόσμος δυσκολεύεται να διαβάσει. Το μόνο που μπορεί να σου δώσει η ποίηση πιστεύω είναι να μην ψάξεις το νόημα. Δε χρειάζεται να βρεις τι θέλει να πει ο ποιητής. Δώσε το δικό σου νόημα. Ο ποιητής απλώς εκφράστηκε. Στον καθένα μιλάει διαφορετικά.
Η κρίση σπρώχνει στην τέχνη;
Βλέπουμε ότι σε περιόδους κρίσης, οικονομικής, μεταναστευτικής, κοινωνικής, η δημιουργία άνθιζε πάρα πολύ. Η ποίηση άνθιζε στον Α και Β Παγκόσμιο Πόλεμο, στα χρόνια της χούντας. Τότε είχαν βασανιστεί άνθρωποι, ο Ρίτσος βασανίστηκε. Ο Άλκης Αλκαίος, ποιητής και στιχουργός, βασανίστηκε και αυτός. Παρόλ'αυτά, αυτά τα αρνητικά γεγονότα έσπρωξαν τον άλλον να δημιουργήσει. Σήμερα δεν έχουμε βιώσει κρίση μάλλον. Όσο βρίσκουμε διέξοδο να διασκεδάζουμε, να γλεντάμε, γιατί το γλέντι είναι ιδίωμα του Έλληνα, όσο δηλαδή δεν βλέπουμε την αλήθεια κατάματα, αν και υπάρχουν παρατηρητές που βλέπουν την αλήθεια και την εκφράζουν, δε βιώνουμε κρίση. Και εκείνος που εκφράζει την αλήθεια καμμιά φορά δεν έχει απήχηση. Γιατί ο άλλος δε θα δει τον εαυτό του σε αυτό που έχει εκφράσει κάποιος. Έχει το μυαλό του να βγει, να διασκεδάσει, να ξεσπάσει και μέχρι εκεί. Εννοείται πως και η διασκέδαση είναι μέρος της ζωής και πρέπει να γίνεται. Αλλά πρέπει και να σκεφτούμε και να δούμε την αλήθεια κατάματα, όπως είναι.
Συχνά πολλοί άνθρωποι λένε ότι οι συγγραφείς είναι μοναχικοί και λίγο πιο θλιμμένοι. Ισχύει αυτό;
Ισχύει. Η μοναχικότητα σημαίνει ότι κάποιος έχει πολύ θόρυβο στο κεφάλι του και θέλει να ηρεμήσει. Όταν έχεις πολύ θόρυβο στο κεφάλι σου και γράφεις το αποτυπώνεις στη γραφή σου. Η θλίψη από την άλλη παίζει ρόλο έμπνευσης στο δημιουργό. Από εκεί και πέρα είτε μπορεί να τη διαχειριστεί χρησιμοποιώντας το μόνο σαν μοχλό έμπνευσης, είτε τον κατακρεουργεί, τον καταδυναστεύει και τον οδηγεί σε πολύ σκοτεινά μονοπάτια. Θεωρώ ότι η θλίψη παίζει καταλυτικό ρόλο στο να σε εμπνέει να γράψεις. Είναι πολύ πιο προσβάσιμο και με μεγαλύτερη απήχηση κάτι το οποίο υμνεί τη θλίψη. Δεν έχω κατά νου, αν και έχουν γραφτεί, έναν ύμνο στη χαρά. Αλλά ύμνος στο θάνατο, στο σπαραγμό και στο πένθος έχουν ξεπεράσει τους ύμνους σε χαρούμενα πράγματα. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη του κόσμου να βιώσει συναισθήματα που έχει απωθήσει. Αν είχαμε βιώσει τέτοια συναισθήματα δε θα γράφαμε. Αν ξεσπούσαμε δε θα γράφαμε και ο κόσμος δε θα διάβαζε. Οπότε η μοναχικότητα και η θλίψη υπάρχουν σαν οντότητες. Απλώς καλό είναι να μπορούμε να τις διαχειριστούμε γιατί είναι απαιτητικές επισκέπτριες.
Συνέντευξη από τη Λυδία Καραθανάση
Καταπληκτική συνέντευξη.. Υπέροχα λόγια και σκέψεις απο ένα νέο άνθρωπο...ΣΥΝΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Γιώργο!!!!